άσθμα, βρογχικό

άσθμα, βρογχικό
Παροξυσμική αντίδραση που εκδηλώνεται στο ύψος των αναπνευστικών οδών με στένωση του αυλού των βρογχιολίων λόγω σύσπασης των μυϊκών ινών τους, με οίδημα του βλεννογόνου και υπερέκκριση των αδένων, σε άτομα με ιδιοσυστατική προδιάθεση. Κλινικά χαρακτηρίζεται από περιοδικές κρίσεις δύσπνοιας, που αποτελούν έκφραση αυξημένης αναπνευστικής δραστηριότητας. Πιο συχνά η ασθένεια προσβάλλει τα παιδιά καθώς και άτομα ηλικίας 20 έως 40 ετών. Το β.ά. μπορεί να θεωρηθεί έκφραση ενός αλλεργικού φαινομένου που εξελίσσεται στο ύψος του αναπνευστικού συστήματος. Κατά τη διάρκεια του ασθματικού παροξυσμού, που συνήθως εμφανίζεται τη νύχτα, ο ασθενής νιώθει να του λείπει ο αέρας, είναι ωχρός, έχει έκφραση αγωνίας και τρόμου, αναπνέει με μεγάλη δυσκολία και η εκπνοή είναισυριστική και παρατεταμένη, και υπερισχύει της εισπνοής. Επιπλέον εμφανίζεται επίμονος ξερόβηχας, ενώ o σφυγμός επιταχύνεται σημαντικά. Η διάρκεια κάθε κρίσης ποικίλλει από μερικά λεπτά έως αρκετές ώρες και μέρες ακόμα. Αλλά και το μεσοδιάστημα ηρεμίας μεταξύ των κρίσεων διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση: υπάρχουν ασθενείς που υπόκεινται σε περισσότερες κρίσεις ημερησίως και άλλοι που σε ολόκληρη τη ζωή τους παρουσιάζουν ένα μόνο επεισόδιο. Αν το β.ά. χρονίζει, είναι δυνατόν να εμφανιστούν επιπλοκές, όπως o σχηματισμός μόνιμων διευρύνσεων των βρόγχων (βρογχεκτασίες), κατά τις οποίες λιμνάζουν τα εκκρίματα που δεν μπορούν vα αποβληθούν εύκολα, απώλεια της ελαστικότητας των πνευμόνων με μόνιμη αναπνευστική δυσχέρεια, διαταραχές στη λειτουργία της καρδιάς, υποτροπιάζουσες φλεγμονές του αναπνευστικού συστήματος (βρογχίτιδες, βρογχοπνευμονίες). Ένας παράγοντας που προδιαθέτει στο β.ά. είναι η κληρονομικότητα, με την έννοια ότι στις οικογένειες των ασθενών αυτών υπάρχουν συγγενείς οι οποίοι, αν και δεν είναι καθαυτό ασθματικοί, παρουσιάζουν συχνά διαταραχές αλλεργικής φύσης όπως κνίδωση, ημικρανία, αλλεργικό συνάχι. Τα άτομα που υποφέρουν από β.ά. είναι άτομα με προδιάθεση που έχουν αποκτήσει στο παρελθόν ευαισθησία σε ορισμένες ετερογενείς πρωτεϊνικές ουσίες, οι οποίες περιέχονται σε τρόφιμα ή σε φάρμακα ή έχουν εισέλθει στον οργανισμό μέσω της αναπνευστικής οδού. Όταν αυτά τα άτομα έρχονται πάλι σε επαφή με μία από αυτές τις ουσίες, εκδηλώνεται η κρίση του β.ά. Οι ουσίες που συχνότερα ενεργούν κατ’ αυτό τον τρόπο περιέχονται γενικά στη γύρη μερικών λουλουδιών, στο μαλλί, στα θαλασσινά, στα αβγά, στο τρίχωμα μερικών κατοικίδιων ζώων κλπ. Μερικά φάρμακα μπορούν να επιφέρουν το ίδιο αποτέλεσμα, όπως επίσης υπό ορισμένες συνθήκες, προϊόντα του μεταβολισμού του ίδιου του οργανισμού. Η θεραπευτική αγωγή του ασθματικού παροξυσμού συνίσταται στη χορήγηση από τη στοματική οδό, με ένεση ή με εισπνοή, ουσιών ικανών να λύσουν τον σπασμό των βρόγχων, όπως π.χ. η εφεδρίνη. Για την καταπολέμηση του αλλεργικού συντελεστή της πάθησης έχουν αποδειχτεί χρήσιμα τα κορτικοειδή και η ACHT, ενώ τα αντιβιοτικά χρειάζονται όταν συνυπάρχει φλεγμονή του αναπνευστικού δέντρου. Στις περιόδους ηρεμίας μεταξύ των κρίσεων πρέπει να επιχειρηθεί η ανίχνευση του υπεύθυνου αλλεργιογόνου και να εφαρμοστεί η τεχνική απευαισθητοποίησης του οργανισμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αρθρίτιδα — Φλεγμονή, οξεία ή χρόνια, ολόκληρης της άρθρωσης ή τμημάτων της, που μερικές φορές συνοδεύεται από ενδοαρθρικό εξίδρωμα ορώδες ή ακόμα και πυώδες· ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να την προκαλέσουν βακτηρίδια, ιοί, αλλεργίες, διαταραχές του… …   Dictionary of Greek

  • εμφύσημα — Aφύσικη παρουσία αέρα μέσα στους ιστούς ή στις κοιλότητες του σώματος. Εξαιτίας παθολογικών επικοινωνιών μεταξύ των αεροφόρων οδών και των γύρω ιστών, μπορεί να διεισδύσει αέρας στον υποδόριο ιστό του θωρακικού τοιχώματος (υποδόριο ε.) ή στους… …   Dictionary of Greek

  • ενδοκρινολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά τη φυσιολογία και την παθολογία των ενδοκρινών αδένων και των εκκρίσεών τους, των λεγόμενων ορμονών. Η ανάπτυξη της ε. είναι μάλλον πρόσφατη· οι ενδοκρινείς αδένες αναγνωρίστηκαν μόλις στις πρώτες δεκαετίες του 19ου …   Dictionary of Greek

  • συρίζω — (I) και συρίττω ΝΜΑ, και σουρίζω και σουρώ, άω, Ν, και δωρ. τ. συρίσδω Α [σῡριγξ, σύριγγος] 1. παράγω οξύ ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή μέσα σε κατάλληλο όργανο, σφυρίζω 2. (γενικά) εκβάλλω οξύ ήχο (α. «ο άνεμος εσύριζεν εις την οπήν τού… …   Dictionary of Greek

  • αντιισταμινικά — Φάρμακα που ανήκουν σε πολλές χημικές σειρές, παράγονται συνθετικά και εμποδίζουν τη χρησιμοποίηση της ισταμίνης από τα κύτταρα του οργανισμού που είναι ευαίσθητα στη δράση αυτής της ουσίας. Κυριότερη ένδειξη των α. είναι όλες οι παθήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • ατροπίνη — Είναι το κύριο αλκαλοειδές που περιέχεται στην μπελαντόνα (atropa belladonna), φυτό ποώδες, αειθαλές, αυτοφυές στην κεντρική και νότια Ευρώπη. Η χαρακτηριστική φαρμακολογική ιδιότητα αυτής της ουσίας είναι ότι παρεμποδίζει την περιφερειακή… …   Dictionary of Greek

  • ξανθίνες — Ονομασία φαρμάκων που παράγονται από την ξ., όπως είναι η θεοφυλλίνη, η θεοβρωμίνη και η καφεΐνη. Τα φάρμακα αυτά επιδρούν στο κεντρικό νευρικό σύστημα, στις λείες μυϊκές ίνες, στους χοληφόρους σωλήνες και στους βρόγχους. Επίσης έχουν διουρητική… …   Dictionary of Greek

  • αντιασθματικός — ή, ό αυτός που θεραπεύει το βρογχικό άσθμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρογχικός — ή, ό (ιατρ.), αυτός που έχει σχέση με τους βρόγχους: Στις μεγαλουπόλεις πολλοί υποφέρουν από βρογχικό άσθμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”